εὐίατος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
Ion. εὐί-ητος, ον, (ἰάομαι)
A easy to heal or remedy, Arist.EN 1121a20, Thphr.HP5.4.5, Porph.Abst.1.56, freq. in Comp., Hp.Art. 14, X.Eq.4.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1072] wohl zu heilen, Xen. re equ. 4, 2; Luc. Abdic. 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐίᾱτος: -ον, (ἰάομαι) εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐίατος, -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι].
Greek Monotonic
εὐίᾱτος: -ον (ἰάομαι), αυτός που γιατρεύεται εύκολα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐίᾱτος: (ῑ) легко излечимый (νοσήματα Xen., Luc.; перен. ἡ ἄγνοιά τινος Arst.).