ἀκρόβυστος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A uncircumcised, Aq.Ex. 6.12, etc.
German (Pape)
[Seite 83] (an der Spitze bedeckt), unbeschnitten, LXX.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incirconcis.
Étymologie: déform. de ἀκροποσθία.
Spanish (DGE)
-ον
1 no circuncidado e.d. gentil Ign.Phil.6.1.
2 en situación de dificultad ἀ. χείλεσι que no puede hablar Aq.Ex.6.12.
Greek Monolingual
ἀκρόβυστος, -ον (Α)
αυτός που δεν υπέστη περιτομή, αυτός που έχει ακροβυστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβυστία, υποχωρητικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροβυστῶ].