ἀπαγριόομαι
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
A become wild or savage, μή μ' ἐκπλαγῆτ' . . ἀπηγριωμένον S.Ph.226, cf. Pl.Plt.274b; ὑπὸ τῶν στατήρων ἦν ἀπηγριωμένη had been made saucy by riches, Epicr.3.16. II of plants, revert to wild state, Thphr.HP2.2.9, 3.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαγριόομαι: παθ., γίνομαι ἄγριος, μή μ’ ὄκνῳ δείσαντες ἐκπλαγῆτ’ ἀπηγριωμένον Σοφ. Φ. 226, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 274Β· ὑπὸ τῶν στατήρων ἦν [ἡ Λαῒς] ἀπηγριωμένη, ἕνεκα τῶν χρημάτων κατέστη ὅλως διόλου ἀγρία, Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 16.
Spanish (DGE)
1 de pers. hacerse salvaje en part. perf. μή μ' ... ἐκπλαγῆτ' ἀπηγριωμένον de Filoctetes abandonado en la isla, S.Ph.226, de hombres que viven entre animales salvajes, Pl.Plt.274b, de ciertas tribus próximas al Mar Negro, Arist.EN 1148b22, cf. Horap.1.39
•fig. ὑπὸ τῶν στατήρων ἦν ἀπηγριωμένη se había hecho intratable por culpa del dinero Epicr.3.12, ὑπὸ συμφορῶν ἀπηγριωμένῳ τὴν ψυχήν teniendo el alma enfurecida por los infortunios Plu.Tim.1.
2 embravecerse θάλασσα ... τοὺς ἀνθρώπους ... ἀπαγριουμένη διαφθείρει Aesop.178.
3 asilvestrarse de plantas, Thphr.HP 2.2.9, 3.2.2.
Greek Monotonic
ἀπαγριόομαι: παρακ. -ηγρίωμαι, Παθ., γίνομαι άγριος ή αποθηριώνομαι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαγριόομαι:
1) становиться диким, дичать Soph., Plat., Arst.;
2) раздражаться, приходить в ярость (ὑπὸ συμφορῶν ἀπηγριωμένος τὴν ψυχήν Plut.).