ἀρωματίζω
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
[ᾰρ],
A spice, στέαρ Dsc.1.66:—Pass., Id.2.76.10; ἠρωματις μένον ἔλαιον Inscr.Prien.112.62 (i B.C.). 2 intr., have a spicy flavour or scent, D.S.2.49, Str.16.2.41, Plu.2.623e.
German (Pape)
[Seite 368] würzen, Diosc.; nach Gewürz riechen, schmecken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματίζω: ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, ἔνιοι κηρὸν ἢ στέαρ ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν ἄλλην ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7.
French (Bailly abrégé)
avoir une odeur aromatique.
Étymologie: ἄρωμα.
Spanish (DGE)
I intr. ser aromático (Ἀραβία) τὴν ... ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν φέρει D.S.2.49, del bálsamo, Str.16.2.41, εὐωδία Plu.2.623e, ἡ τῶν δορκῶν ... κόπρος ἀρωματίζει Alex.Aphr.Pr.1.29, cf. Gal.14.72
•c. ac. rel. ῥίζαν ... ἀρωματίζουσαν τὴν γεῦσιν Gp.2.6.32.
II tr.
1 c. ac. de cosa aromatizar κῆρον ἢ στέαρ Dsc.1.66
•en v. pas. ἠρωματισμένον ... ἔλαιον IPr.112.62 (I a.C.).
2 c. ac. de pers. embalsamar τὸν πατέρα Aq.Ge.50.2
•en v. pas., Aq.Ge.50.3.
Greek Monolingual
(AM ἀρωματίζω) [[[άρωμα]] (Ι)]
1. ευωδιάζω
2. ραντίζω ή επαλείφω με άρωμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀρωμᾰτίζω: (ᾰρ) быть душистым, пахучим Diod., Plut.