ἀρωματικός

From LSJ
Revision as of 13:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρωμᾰτικός Medium diacritics: ἀρωματικός Low diacritics: αρωματικός Capitals: ΑΡΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: arōmatikós Transliteration B: arōmatikos Transliteration C: aromatikos Beta Code: a)rwmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A aromatic, δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f; -κόν, τό, ib.791b; -κή (sc. ὠνή), ἡ, contract for supply of spices, Röm.Mitt.13.121.

German (Pape)

[Seite 368] gewürzhaft, Plut. an seni 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωματικός: -ή, -όν, ὁ περιέχων ἄρωμα, ἀρωματώδης, εὐώδης, τῶν ἀρωματοφόρων δένδρων τινῶν μὲν ἡ ῥίζα ἀρωματική ἐστιν, τινῶν ὁ φλοιός, τινῶν τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Διοσκ. 2. 202, Πλούτ. 2. 791B.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
aromatique.
Étymologie: ἄρωμα.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 aromático δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f, ὁ ἀ. κάλαμος Gal.11.853, φυτόν Hsch.s.u. ξειρίς, εἴδη ἀρωματικά especies aromáticas, PAnt.32.25 (IV d.C.)
ἀρωματικὴ ἐργασία negocio de perfumes, PFay.93.7 (II d.C.).
2 subst. τὸ ἀ. la propiedad aromática Plu.2.791b
ἡ ἀρωματική contrata de abastecimiento de perfumes ἀρωματικῆς τῶν κυρίων καισάρων (sello) de la contrata imperial de perfumes, IGR 1.1375, cf. 1376 (II d.C.)
tb. en plu. ὑποδέκτης ἀρωματικῶν PSI 1264.11 (IV d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀρωματικός, -ή, -όν) [[[άρωμα]] (Ι)]
αυτός που αναδίνει άρωμα, ο ευωδιαστός.

Russian (Dvoretsky)

ἀρωματικός: душистый, пахучий (ῥίζα Arst.; δυνάμεις Plut.).