ἐνοικητήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A abode, Poll.1.73.
German (Pape)
[Seite 849] τό, Wohnort, Poll. 1, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικητήριον: τό, οἰκητήριον, οἴκημα, Πολυδ. Α΄, 73.
Spanish (DGE)
-ου, τό habitaciónde una casa, Poll.1.73.
Greek Monolingual
ἐνοικητήριον, το (Α) ενοικώ
τόπος για κατοικία, οίκημα.