ἐξαρτισμός

From LSJ
Revision as of 15:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρτισμός Medium diacritics: ἐξαρτισμός Low diacritics: εξαρτισμός Capitals: ΕΞΑΡΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: exartismós Transliteration B: exartismos Transliteration C: eksartismos Beta Code: e)cartismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A equipment of a ship, Peripl.M.Rubr.21 (pl.): pl., fittings, PRyl.233.13 (ii A. D.): metaph., τρόπων Aristeas 144.

German (Pape)

[Seite 873] ὁ, dasselbe; Arr. Befrachtung der Schiffe.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρτισμός: ὁ, τὸ ἐξαρτίζειν, ἐξοπλίζειν πλοῖον, Βασιλικ. 15. 1, 3, Ἀρριαν. Τακτ. (;), οὕτω καὶ ἐξάρτῐσις, ἡ, Εὐστ. 56, 21 (;).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 plu. instalaciones, equipamiento en una factoría comercial Peripl.M.Rubri 21, de una casa τιμὰς ... ἐξαρτισμῶν PRyl.233.13 (II d.C.).
2 fig. ordenación, regulación τρόπων ἐ. regulación de las costumbres Aristeas 144.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξαρτισμός) εξαρτίζω
νεοελλ.
1. το σύνολο τών σκευών που χρειάζονται στο πλοίο για τον πλήρη εφοδιασμό και εξοπλισμό του
2. το σύνολο τών σχοινιών του πλοίου
3. συνεκδ. οι κεραίες και οι ιστοί του πλοίου, κν. η αρματωσιά
αρχ.
(κυρ. για πλοίο) εφοδιασμός, εξοπλισμός.