ἐϋστρεφής

From LSJ
Revision as of 15:58, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋστρεφής Medium diacritics: ἐϋστρεφής Low diacritics: εϋστρεφής Capitals: ΕΫΣΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: eüstrephḗs Transliteration B: eustrephēs Transliteration C: eystrefis Beta Code: e)u+strefh/s

English (LSJ)

ές, (στρέφω)

   A well-twisted, of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν Il.15.463; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός Od.21.408; πεῖσμα ἐϋ. 10.167; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14.346; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι 9.427; v. εὔστροφος.    II shapely, ὦμοι Simm.1.10 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋστρεφής: -ές, (στρέφω) εὔστρεπτος, ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, πεῖσμα ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, εὐλύγιστος, ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427.

French (Bailly abrégé)

épq. c. εὐστρεφής.

Greek Monolingual

ἐϋστρεφής, -ές (Α)
1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.)
2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στρεφής (< στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι-στρεφής, επι-στρεφής].

Greek Monotonic

ἐϋστρεφής: -ές (στρέφω), καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά, σε Όμηρ.