ἑτερόχροος
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ον, contr. ἑτερό-χρους, ουν,
A of different colour, Thphr.CP 5.3.2; of varied colours, χορὸς ὀρνίθων Nonn.D.5.186: heterocl. dat. and acc. ἑτερόχροϊ, -χροα, ib.12.305, 5.58. II piebald, βοῦς Porph. Abst.4.7.
German (Pape)
[Seite 1051] zsgzgn -χρους, von anderer Farbe, verschiedenfarbig, Theophr. u. Sp.; ἑτερόχροα φάσματα Nonn. D. 10, 24, der im dat. u. accus. auch ἑτερόχροϊ u. ἑτερόχροα hat.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν, ἕτερον χρῶμα ἔχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 3, 2, Πολυδ. Θ΄, 98. 2) ποικιλόχρους, Νόνν. Δ. 5. 186, ὅστις μεταχειρίζεται ἑτερόκλ. δοτ. καὶ αἰτ. ἑτερόχροϊ, -χροα.