ἔμβαρος
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ον,
A of weighty sense, Men.Phasm.Fr.3, Id.11D. (where perh.,= ἔμβαρος 11), cf. Paus.Gr.Fr.163; but also,= ἠλίθιος, μωρός, Hsch. II pregnant, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβαρος: ὁ, νουνεχής, «ἔμβαρός εἰμι· νουνεχής, φρόνιμος» Σουΐδ., ἀλλὰ καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἔμβαρος· ἠλίθιος, μωρός, ἢ νουνεχής. Μένανδρος φάσματι (Ἀποσπ. ΙΙ. σ. 219)»· ‒ «τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν παραπαιόντων καὶ μεμηνότων» Σουΐδ, ἐν λέξει ἔμβαρος, ἐν τέλει.
Spanish (DGE)
(ἔμβᾰρος) -ον
despierto de mente, rico en recursos, que tiene ingenio s. cont., Paus.ε 35, φρόνησις Hsch.ο 1680
•subst. ὁ Ἔ. n. de un personaje οὐκ Ἔ. ἐστιν οὖτος este no es precisamente Embaro, e.d., no es muy despierto Men.Phasm.80, de donde el prov. οὐκ Ἔμβαρος εἶ ref. a personas obtusas o necias, Men.Fr.330, cf. Paus.Gr.ε 35, Apostol.7.10, Sud., Eust.331.30, App.Prou.2.54
•interpr. posteriormente en sent. neg. como obtuso, estúpido, necio Hsch. • DMic.: e-qa-ro.
Greek Monolingual
ἔμβαρος, -ον (Α)
1. φρόνιμος, γνωστικός
2. ηλίθιος, ανόητος
3. αυτός που έχει θολωμένο μυαλό (από θυμό ή μέθη)
4. (για γυναίκα) έγκυος.
Russian (Dvoretsky)
ἔμβᾰρος: досл. увесистый, весомый, перен. веский Men.