ῥακτός

From LSJ
Revision as of 17:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥακτός Medium diacritics: ῥακτός Low diacritics: ρακτός Capitals: ΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: rhaktós Transliteration B: rhaktos Transliteration C: raktos Beta Code: r(akto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A broken, rugged, βούσταθμα Lyc. 92.    II Subst. -τός, ὁ, ravine, Hsch.

German (Pape)

[Seite 833] abgerissen, abschüssig, jäh, schroff, ῥακτῶν βουστάθμων, Lycophr. 92, erkl. der Schol. τραχέων.

Greek (Liddell-Scott)

ῥακτός: -ή, -όν, (ῥάσσω) τραχύς, ῥακτῶν βουστάθμων, «τραχειῶν βουστάσεων» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., «ῥακτοί· φάραγγες πέτραι, χαράδραι» Ἡσύχ..

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί
(κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. αορ. -ρράγ-ην) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].

Frisk Etymological English

See also: s. ῥήγνυμι.

Frisk Etymology German

ῥακτός: {rhaktós}
See also: s. ῥήγνυμι.
Page 2,641