δόξασμα

Revision as of 18:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A opinion, notion, conjecture, Th.1.141, Pl.Phdr.274c, etc.; fancy, E.El. 383; idea, presentation, Pl.Tht.158e.    II glory, LXX Is.46.13, La.2.1.

German (Pape)

[Seite 657] τό, das Gemeinte, die Meinung; Plat. Theaet. 158 e u. öfter; Wahn, κενά Eur. El. 383; Ruhm, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

δόξασμα: τό, γνώμη, ἰδέα, εἰκασία, Θουκ. 1. 141, Πλάτ. Φαίδρ. 274C, κτλ.· -φαντασία, Εὐρ. Ἠλ. 583· ὡς τὸ δοκοῦν, φαντασία, οὐχὶ πραγματική ἀντίληψις, φάντασμα, Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε. ΙΙ. δόξα Ἑβδ. (Ἠσαΐ. 46.13).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
opinion, croyance.
Étymologie: δοξάζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 creencia, opinión τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα Heraclit.B 70, cf. Pl.Phdr.274c, ὁποῖα τούτων τῶν δοξασμάτων ἀληθῆ; Pl.Tht.158e, cf. Plt.260b, τῷ αὐτῷ ὑπὸ ἁπάντων ἰδίᾳ δοξάσματι con la misma opinión guardada individualmente por todos Th.1.141, οἳ κενῶν δοξασμάτων πλήρεις πλανᾶσθε E.El.383, cf. Fr.495.42, Iambl.Protr.21, οὐκ ἀξίων λόγου δοξασμάτων Iambl.Myst.1.1.
2 gloria δέδωκα ... σωτηρίαν τῷ Ισραηλ εἰς δ. LXX Is.46.13, cf. La.2.1.

Greek Monolingual

το (AM δόξασμα)
1. δοξασία
2. έπαινος, εγκώμιο
αρχ.
1. φαντασία
2. δόξα.

Greek Monotonic

δόξασμα: -ατος, τό, αντίληψη, άποψη, γνώμη, ιδέα, εικασία, σε Θουκ. κ.λπ.· φαντασίωση, όραμα, ψευδαίσθηση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δόξασμα: ατος τό мнение, предположение Plat.: κενὰ δοξάσματα Eur. предрассудки.

Middle Liddell

δόξασμα, ατος, τό, [from δοξάζω n
an opinion, notion, conjecture, Thuc., etc.:— a fancy, Eur.