κατάκτης

From LSJ
Revision as of 18:53, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκτης Medium diacritics: κατάκτης Low diacritics: κατάκτης Capitals: ΚΑΤΑΚΤΗΣ
Transliteration A: katáktēs Transliteration B: kataktēs Transliteration C: kataktis Beta Code: kata/kths

English (LSJ)

ὁ, (

   A κατάγω 1.4 b) visitor, guest at an inn, Poll.7.16.

German (Pape)

[Seite 1357] ὁ, 1) (κατάγνυμι) der Zerbrecher. – 2) (κατάγω) der Herunter-, Zurückführende, Poll. 7, 16.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκτης: ὁ, παρὰ Πολυδ. Ζ', 16, οἱ εἰς τὰ πανδοκεῖα καταγόμενοι κατάκται ἂν λέγοιντο, (πρβλ. κατάγω Ι. 3. b.), μᾶλλον ἐνεργ. ληπτέον, οἱ ὁδηγοῦντες εἰς τὰ πανδοκεῖα. 2) ἐκ τοῦ κατάγνυμι, ὁ θραύων τι.

Greek Monolingual

(I)
κατάκτης, ὁ (Α)
αυτός που καταλύει σε πανδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-ω με τη σημ. «καταλύω»].
(II)
κατάκτης, ὁ (Α)
αυτός που σπάζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-νυμι «σπάζω»].