Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυνηγέω

From LSJ
Revision as of 19:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγέω Medium diacritics: κυνηγέω Low diacritics: κυνηγέω Capitals: ΚΥΝΗΓΕΩ
Transliteration A: kynēgéō Transliteration B: kynēgeō Transliteration C: kynigeo Beta Code: kunhge/w

English (LSJ)

Dor. -ᾱγέω Bion 1.60: pf. Pass.

   A κεκυνηγῆσθαι Plb.31.29.4: (κυνηγός):—hunt, chase, later form of κυνηγετέω, ὅταν κυνηγήσῃ [ὁ ἀετός] Arist.HA619a33, cf. Plu.Pel.8, etc.: metaph., pursue, persecute, τινα Pl.Ep.349c, etc.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέω: Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, θηρεύω, μεταγενέστερος τύπος τοῦ κυνηγετέω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
chasser.
Étymologie: κυνηγός.

Greek Monotonic

κῠνηγέω: Δωρ. κυνᾱγέω, μέλ. -ήσω, (κυνηγός), κυνηγώ, καταδιώκω, μεταγεν. τύπος του κυνηγετέω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγέω: дор. κῠνᾱγέω Plat., Arst., Plut. = κυνηγετέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγέω, Dor. κυνᾱγέω [κυνηγός] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen.

Middle Liddell

κῠνηγέω, κυνηγός
to hunt, chase, later form of κυνηγετέω, Plut.