παράλειψις

From LSJ
Revision as of 19:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράλειψις Medium diacritics: παράλειψις Low diacritics: παράλειψις Capitals: ΠΑΡΑΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: paráleipsis Transliteration B: paraleipsis Transliteration C: paraleipsis Beta Code: para/leiyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A neglect, disregard, τῶν καθηκόντων Plu.2.33a.    2 omission, κατὰ παράλειψιν τοῦ ῡ with the omission of... Ath.11.490f ; κατὰ π. τοῦ εὐκαίρως" Plu.2.1037e ; opp. παραδοχή, Hierocl.in CA 19p.461M.    3 a rhetorical figure, in which a fact is designedly passed over, so that attention may be specially called to it, Arist.Rh.Al.1434a25, 1438b6, Demetr.Eloc.263, FrontoEp.1.2, Hermog.Id.2.6 ; κατὰ παράλειψιν Id.Inv.2.5.

German (Pape)

[Seite 487] das Vorbeilassen, Unterlassen, τῶν καθηκόντων, Plut. de aud. poet. 11, u. a. Sp. – Bei den Rhett. die Figur der praeteritio.

Greek (Liddell-Scott)

παράλειψις: ἡ, τὸ παραλείπειν, Πλούτ. 2. 33Α, Ἀθήν. 490F· κατὰ παράλειψίν τινος Πλούτ. 2. 1037Ε. 2) ῥητορικὸν σχῆμα, καθ’ ὃ γεγονός τι ἐπίτηδες ἀποσιωπᾶται οὕτως, ὥστε ἰδιαιτέρα προσοχὴ νὰ δοθῇ εἰς αὐτό, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 22. 2., 31, 8· ― «πότε παράλειψις καὶ ἀποσιώπησις γίνεται; ὅταν βοηθῶμεν τὴν ὑπόνοιαν μείζονα καταστῆσαι τοῦ πράγματος ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀκουόντων» Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 408., 8. 452, Auctor. ad Herenn. 4. 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de négliger, d’omettre.
Étymologie: παραλείπω.

Russian (Dvoretsky)

παράλειψις: εως ἡ
1) пропуск, опущение: κατὰ παράλειψίν τινος Plut. с опущением чего-л.;
2) упущение: παραλείψει τῶν καθηκόντων Plut. из-за упущения (своих) обязанностей;
3) рит. умолчание (лат. praeteritio) Arst.