φιλήμων

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλήμων Medium diacritics: φιλήμων Low diacritics: φιλήμων Capitals: ΦΙΛΗΜΩΝ
Transliteration A: philḗmōn Transliteration B: philēmōn Transliteration C: filimon Beta Code: filh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A kindly, affectionate, EM259.57: elsewh. as pr. n.

Greek Monolingual

-ονος, ο / φιλήμων, -ον, ΝΑ
(λόγιος τ.) νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών
αρχ.
ευγενικός, φιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + κατάλ -μων (πρβλ. νοή-μων). Ως όρος της ζωολ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. philemon].