τωθασμός
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ὁ,
A scoffing, jeering, Arist. Pol.1336b17, D.H.3.71, Ph.2.83, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, μυκτηρισμός, ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν μήτε ἄγαλμα μήτε γραφὴν εἶναι τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ παρά τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ νόμος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
moquerie, raillerie, injure.
Étymologie: τωθάζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α τωθάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τωθάζω.
Greek Monotonic
τωθασμός: ὁ, εμπαιγμός, χλευασμός, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τωθασμός -οῦ, ὁ [τωθάζω] bespotting.
Russian (Dvoretsky)
τωθασμός: ὁ насмешка, осмеяние Arst.