ἀήθεια
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
Ion. -ιη [ι- metri gr.], ἡ, (ἀήθης)
A unaccustomedness, novelty of a situation, Batr.72,Pl.Ti.18c; ἀ. τινος inexperience of a thing, Th.4.55; ὑπὸ ἀηθείας from inexperience, Pl.Tht.175d; δι' ἀήθειαν (cod. ἀλήθ-) Aen.Tact.38.3.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, Ungewohntheit, Batrach. 72; Plat. Theaet. 175 d; τοῦ κακοπραγεῖν Thuc. 4, 55; oft Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήθεια: Ἰων. ἀηθίη, [ῑ], ἡ, (ἀήθης), ἡ καινότης καταστάσεώς τινος, Βατρ. 72· ἀήθ. τινός = ἀπειρία· Θουκ. 4. 55· ὑπὸ ἀηθείας = ἐξ ἀπειρίας, Πλάτ. Θεαίτ. 175D: ― πρβλ. ἀηθία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d’habitude, inexpérience.
Étymologie: ἀήθης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -είη, jón. -ίη; ἀηθία E.Hel.418, EM 462.14G.
1 falta de costumbreεἰς ἀήθειαν πίπτει E.Hel.418, ἐν δέ οἱ ἦτορ πάλλετ' ἀηθείῃ Batr.(l) 72, τὰ δὲ παιδάρια ... πίπτουσιν ... ὑπὸ ἀηθίης Hp.Morb.Sacr.12.2, ὄφρα κολῳὸν ἀηθείῃ φοβέωνται A.R.2.1064
•carácter insólito, rareza c. gen. subjet. τῶν λεχθέντων Pl.Ti.18c, τι θαυμαστὸν ἀηθείᾳ Aristid.Or.50.7.
2 con gen. obj. inexperiencia, desconocimiento του κακοπραγεῖν Th.4.55, τόλμης Plu.2.784d, τῆς πτήσεως Gp.15.2.33, ὑπὸ ἀηθείας por inexperiencia Pl.Tht.175d, Luc.DMar.6.2.
Greek Monotonic
ἀήθεια: Ιων. -ίη [ῑ], ἡ (ἀήθης), έλλειψη συνήθειας, το πρωτόγνωρο κάποιας κατάστασης, σε Βατραχομ.· ἀήθειά τινος, απειρία σε κάτι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀήθεια: ион. ἀηθείη ἡ непривычка, непривычность Batr., Plut.: ἀ. τινος Thuc. непривычка к чему-л.; ὑπὸ ἀηθείας Plat. с непривычки.
Middle Liddell
ἀήθης
unaccustomedness, Batr.; ἀήθ. τινος inexperience of a thing, Thuc.