ἀστεροειδής
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
ές,
A star-like, Ph.1.20,633 (Sup.), Plu.2.933e. Adv. -δῶς Dsc.1.19. II starred, starry, E.Fr.114 ap.Ar.Th.1067.
German (Pape)
[Seite 375] ές, sternenähnlich, Plut.; gestirnt, voll Sterne, αἰθήρ Eur. Andr. frg. 28, 3; vgl. Ar. Th. 1066.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεροειδής: -ές, ὅμοιος ἀστέρι, Πλούτ. 2. 933Ε. - Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 18. ΙΙ. πλήρης ἀστέρων, ἀστερώδης, Εὐρ. (Ἀποσπ. 114) παρ’ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 semblable à une étoile, astéroïde;
2 étoilé.
Étymologie: ἀστήρ, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
I 1estrellado ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.Fr.114.
2 semejante a las estrellas φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.
II adv. -ῶς de manera semejante a una estrella ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀστεροειδής, -ές)
ο όμοιος με αστέρα
νεοελλ.
ο γεμάτος αστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ειδής < είδος].
Russian (Dvoretsky)
ἀστεροειδής:
1) звездообразный (σῶμα πύρινον καὶ ἀστεροειδές Plut.);
2) звездный (αἰθήρ Eur., Arph.; οὐρανός Arst.).