ἐκκειμένως
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Adv.
A openly, ἐ. τοῦ ἤθους ἔχειν to be open, frank, Philostr. VS2.17.
German (Pape)
[Seite 762] offen daliegend, τοῦ ἤθους ἔχων Philostr. V. S. 2, 14, von offenem Charakter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκειμένως: ἐπίρρ. φανερῶς, ἐκκειμένως … ἔχειν, παρρησίᾳ χρῆσθαι, Φιλόστρ. 597.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. de ἔκκειμαι abiertamente fig. ἐ. γὰρ τοῦ ἤθους ... ἔχων siendo de carácter franco Philostr.VS 597.
Greek Monolingual
επίρρ. βλ. έκκειμαι.