ἐμπλήγδην

From LSJ
Revision as of 09:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλήγδην Medium diacritics: ἐμπλήγδην Low diacritics: εμπλήγδην Capitals: ΕΜΠΛΗΓΔΗΝ
Transliteration A: emplḗgdēn Transliteration B: emplēgdēn Transliteration C: empligdin Beta Code: e)mplh/gdhn

English (LSJ)

Adv., (ἐμπλήσσω)

   A madly, rashly (or mightily, or capriciously), Od.20.132.

German (Pape)

[Seite 814] adverb., einmal bei Homer, Odyss. 20, 132, wo Aristarch es in seinem Commentar = εὐμεταβόλως erklärte, »wankelmüthig«, »inconsequent«, s. Apollon. Lex. Homer. p. 67, 28 Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152. Vgl. ἔμπληκτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήγδην: ἐπίρρ. (ἐμπλήσσω) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πινυτός, ἐμὴ μήτηρ, πινυτή περ ἐοῦσα, ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. ἔμπληκτος.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec stupeur, follement.
Étymologie: ἐμπλήσσω.

English (Autenrieth)

(ἐμπλήσσω): at random, Od. 20.132†.

Spanish (DGE)

adv. caprichosamente ἐ. ... τίει Od.20.132.

Greek Monolingual

ἐμπλήγδην (Α)
επίρρ. μανιωδώς, παράφορα.

Greek Monotonic

ἐμπλήγδην: επίρρ. (ἐμπλήσσω), τρελά, παράφορα, ασυλλόγιστα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλήγδην: adv. безрассудно, не подумавши (τίειν χείρονα Hom.).

Middle Liddell

adverbἐμπλήσσω
madly, rashly, Od.