ἔγκρισις
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐγκρίνω)
A approval, judgement, IG9(2).338.17 (Epist. Flaminini). 2 examination of athletes before admitting them to a contest, Luc.Pr.Im.11, Artem.1.59, Aristid.Or.29(40).18 (pl.). II junction, meeting, ἡ ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔ. Alciphr.1.
German (Pape)
[Seite 710] ἡ, 1) Zulassung durch Wahl, bes. zum Wettkampfe (vgl. ἐγκρίνω), Luc. pro imag. 11; Artemidor. 1, 59. – 2) Bei Alciphr. 1, 39 die Stelle, wo die Schenkel u. der Hinterbacken zusammenstoßen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκρισις: -εως, ἡ, (ἐγκρίνω) ἐπιδοκιμασία, ἀποδοχή, ἔγκρισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) ἐξέτασις ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, συνένωσις, τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
admission après examen à un concours, à une lutte.
Étymologie: ἐγκρίνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 decisión ἐκ τῶν ὑπ' ἐμοῦ γεγραμμένων ἐγκρίσεων IG 9(2).338.17 (Tesalia II a.C.).
2 selección τῶν ἀθλητῶν para una competición, Luc.Pr.Im.11, cf. Artem.1.59, Aristid.Or.29.18.
3 medic. examen, reconocimiento μετὰ δὲ τὴν ἔγκρισιν Aët.7.35.
4 ἱερὸς ἀγών Sud.
Greek Monotonic
ἔγκρῐσις: -εως, ἡ, έγκριση, άδεια εισόδου σε αθλητικό αγώνα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκρῐσις: εως ἡ отборочное испытание (τῶν ἀθλητῶν Luc.).