ἰσχαλέος

From LSJ
Revision as of 09:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰλέος Medium diacritics: ἰσχαλέος Low diacritics: ισχαλέος Capitals: ΙΣΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: ischaléos Transliteration B: ischaleos Transliteration C: ischaleos Beta Code: i)sxale/os

English (LSJ)

α, ον, poet. for ἰσχνός,

   A dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.

German (Pape)

[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἰσχνός, λεπτός, χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - λεπτός, μηδαμινός, περόναι Μανέθων 6. 434· - μετέπειτα ἰσχναλέος, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
desséché, sec.
Étymologie: cf. ἰσχνός.

English (Autenrieth)

(ἰσχνός): dry, withered, Od. 19.233†.

Greek Monolingual

ἰσχαλέος, -α, -ον (ποιητ. τ.) (Α)
1. πολύ λεπτός
2. πολύ μικρός, μηδαμινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός και εμφανίζει επίθημα -αλέος].

Greek Monotonic

ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἰσχνός, λεπτός, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχαλέος: (= ἰσχνός) высохший, сухой (ἰ. κρομύοιο λοπός Hom.).

Middle Liddell

ἰσχᾰλέος, η, ον poet. for ἰσχνός,]
thin, Od.