ῥύπτειρα
From LSJ
English (LSJ)
as if fem. of ῥυπτήρ (which is only
A f.l. for ἀρυτήρ in Dsc. 2.74), that cleanses from dirt, ῥ. κονίη soap, lye, v.l. for θρύπτειρα in Nic. Al.370.
German (Pape)
[Seite 852] ἡ, fem. zu ῥυπτήρ, Wäscherinn, reinigend, κονία, Nic. Al. 370.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπτειρα: οἱονεὶ θηλ. τοῦ ῥυπτὴρ (ὅπερ εἶναι ἁπλῶς πλημμ. γραφὴ παρὰ τῷ Διοσκ. 2. 84 ἀντὶ ἀρυτήρ), ἡ ἀπὸ τοῦ ῥύπου καθαρίζουσα, ῥ. κονία, σάπων, Νικ. Ἀλεξιφ. 370.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα -τήρ / -τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα.