διαβόρος
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ον, (βιβρώσκω)
A devouring, νόσος S.Tr.1084, Ph.7. II διάβορος, ον, Pass., eaten up, consumed, Id.Tr.676; cf. διάβαρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ronge.
Étymologie: διαβιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
devorador, que consume νόσος S.Tr.1084, Ph.7, cf. Tx.H.12.793.
Greek Monotonic
διαβόρος: -ον (διαβι-βρώσκω),·
I. αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει, φθείρει, σε Σοφ.
II. προπαροξ., διάβορος, -ον, Παθ., αυτός που έχει καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διαβόρος: разъедающий, разрушающий (νόσος δ. πόδα Soph.).
Middle Liddell
διαβόρος, ον διαβιβρώσκω
I. eating through, devouring, Soph.
II. proparox. διάβορος, ον, pass. eaten through, consumed, Soph.