διεκτείνω
English (LSJ)
A stretch out, extend, v.l. in Hp.Mochl.38 for δεῖ ἐκτ-, cf. Hero Bel.99.1:— Pass., fut. -τᾰθήσομαι Iamb.in Nic.p.71P.
German (Pape)
[Seite 618] durch- u. ausstrecken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διεκτείνω: ἐκτείνω, τεντώνω διὰ μέσου, Ἱππ. Μοχλ. 863 (διάφ. γρ. δεῖ ἐκτ-), Ἥρων Βελ. 135.
Spanish (DGE)
1 estirar, extender τὸν τόνον διὰ τοῦ καλουμένου ἐντονίου Hero Bel.99.1, en v. pas. ἡ προκοπὴ τῶν πολυγώνων Iambl.in Nic.71.
2 en v. med. extenderse ἄνωθεν δὲ τοῖς ἐντέροις ἐπίκειται διεκτεταμένος ὁ ἐπίπλους en la parte superior de los intestinos se sitúa en toda su extensión el epiplón Ruf.Anat.53, ἀπὸ ἧς κοιλότητος διεκτέταται ὑπεροχή desde esta cavidad se extiende una apófisis Ruf.Oss.11.