διαλακέω
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A crack asunder, burst, Ar.Nu.410, Hippiatr.130.121.
German (Pape)
[Seite 585] zerkrachen, Ar. Nubb. 410.
Greek (Liddell-Scott)
διαλᾱκέω: διαρρήγνυμαι (μετὰ κρότου) εἰς δύο, «σκάνω», Ἀριστοφ. Νεφ. 410.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
craquer, éclater.
Étymologie: διά, λακέω.
Greek Monotonic
διαλᾱκέω: μέλ. -ήσω, ραγίζω στα δύο, εκρήγνυμαι, σκάω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαλᾱκέω: лопаться, трескаться Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλακέω [διά, ληκέω] barsten.