παράζευξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A yoking beside, coupling, Plu. 2.1109f (pl.).
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, Verbindung, neben σύμμιξις Plut. adv. Colot. 6.
Greek (Liddell-Scott)
παράζευξις: -εως, ἡ, τὸ παραζευγνύειν, Πλούτ. 2. 1110Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
adjonction, réunion.
Étymologie: παραζεύγνυμι.
Greek Monolingual
ἡ, Α παραζεύγνυμι
σύζευξη, ζευγάρωμα.
Russian (Dvoretsky)
παράζευξις: εως ἡ сопрягание, сочетание, присоединение (συμμίξεις καὶ παραζεύξεις Plut.).