πολύτριχος
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
ον, (θρίξ)
A very hairy, bushy, πώγων Philonid.10. II πολύ-τρῐχον, τό, = ἀδίαντον, Dsc.4.134, Sammelb.7350.8 (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., AB343.
German (Pape)
[Seite 675] mit vielen Haaren, Philonid. bei Poll. 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτρῐχος: -ον, (θρὶξ) ὁ ἔχων πολλὰς τρίχας, δασύς, λάσιος, πώγων Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 5. ΙΙ. πολύτρῐχον, τό, = ἀδίαντον, «ἀδίαντον: φυτὸν παρ’ ὕδασι φυόμενον τὸ καλούμενον πολύτριχον» Φώτ. ἐν λ. ἀδίαντον, Α. Β. 343, 2, Γαλην. τ. 10, σ. 641.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύτριχος, -ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, -τριχος, ΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο
είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην τάξη βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών φυτών ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. δασύ-τριχος].
Russian (Dvoretsky)
πολύτρῐχος: gen. к πολύθριξ.