διαπυκτεύω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A spar, fight with, τινί X.Cyr.7.5.53, Arr.Epict.2.21.11, etc.: abs., of cocks, Luc.Anach.37: metaph., Id.Gall.22.
German (Pape)
[Seite 599] im Faustkampfe wetteifern, kämpfen, τινί, mit Einem, Xen. Cyr. 7, 5, 53; übh. sich streiten, τινί, Luc. Gall. 22.
Greek (Liddell-Scott)
διαπυκτεύω: πυγμαχῶ πρός τινα, ἀγωνίζομαι, φιλονικῶ, τινὶ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 53, Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 21, 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
combattre à coups de poing ; lutter ; τινί contre qqn.
Étymologie: διά, πυκτεύω.
Spanish (DGE)
combatir, luchar a puñetazos con o contra c. dat. πολλοῖς X.Cyr.7.5.53, τῷ δουλαρίῳ Arr.Epict.2.21.11, cf. 2.24.23, Sch.A.R.2 argumen.
•fig. τοῖς καταράτοις οἰκονόμοις Luc.Gall.22
•pelear por περὶ τῆς αὐλητρίδος διαπυκτεύσας Ath.607e, περὶ θεῶν ... στασιάζειν καὶ δ. ἀλλήλοις Eus.PE 14.9.7
•abs. de gallos, Luc.Anach.37.
Greek Monotonic
διαπυκτεύω: μέλ. -σω, πυγμαχώ, λογομαχώ με, τινί, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πυκτεύω op de vuist gaan met, met dat.; overdr.. δ. τοῖς καταράτοις οἰκονόμοις op de vuist gaan met die vervloekte beheerders Luc. 22.22.
Russian (Dvoretsky)
διαπυκτεύω:
1) кулаками прокладывать себе дорогу (πολλοῖς διεπύκτευσα Xen.);
2) биться на кулаках, драться (τισί Luc.).