σχάσις
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A slitting of a tree, [τὸ κόμμι] ῥέει καὶ πληγείσης καὶ αὐτόματον ἄνευ σχάσεως (cj. for σχίσεως) Thphr.HP4.2.8. 2 venesection, Aret.CA1.10 (pl.), 2.3. 3 release, letting off, of an engine, Ph.Bel.77.1.
German (Pape)
[Seite 1053] ἡ, das Stechen, Ritzen, Schneiden, Verwunden, auch das Schröpfen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σχάσις: [ᾰ], ἡ, σχάσιμον, χάραγμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 8. 2) φλεβοτομία, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10., 2, 3.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. σχάση.