ἄνθρυσκον

From LSJ
Revision as of 12:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθρυσκον Medium diacritics: ἄνθρυσκον Low diacritics: άνθρυσκον Capitals: ΑΝΘΡΥΣΚΟΝ
Transliteration A: ánthryskon Transliteration B: anthryskon Transliteration C: anthryskon Beta Code: a)/nqruskon

English (LSJ)

τό,

   A chervil, Scandix australis, Sapph.Supp.25.13, Cratin.98.6, Pherecr.109 (ἔνθ-), Thphr.HP7.7.1 (ἔνθ-):—in Hsch. ἀνθρίσκιον, τό; in Poll.6.106 ἀνθρίσκος, .

German (Pape)

[Seite 234] τό, ein Doldengewächs, Ath. XV, 685 c aus Pherecr. u. Cratin., v. l. ἀνθρίσκιον, wie auch Theophr. geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθρυσκον: τό, φυτὸν φέρον ἄνθος σκιαδωτόν, anthriscus, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 11· γράφεται δὲ ἔνθρυσκον ἐν Φερεκρ. «Μεταλλεῦσιν» 2· πρβλ. Schneid, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7.: - ὁ Σουΐδ. γράφει τὴν λέξιν δι’ οι καὶ ἑρμηνεύει: «ἄνθροισκα, ἄγρια λάχανα παραπλήσια ἀνήθοις, οἷα καὶ τὰ μάραθρα».

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): tb. ἀνθρύσκος Hsch.α 4957; ἀνθρίσκιον Hsch.; ἀνθρίσκος Poll.6.106; ἔνθρυσκον Thphr.HP 7.7.1
bot. quijones, peine de niño, Scandix australis L., Sapph.96.14, Cratin.98.6, Pherecr.109, Thphr.l.c., Poll.l.c.

• Etimología: Prob. derivado de la raíz de ἄνθος.

Greek Monolingual

ἄνθρυσκον, το (Α)
είδος μαϊντανού με σγουρά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού». Υπάρχει και δεύτερος τύπος ένθρυσκον, ο οποίος είναι μάλλον υστερογενής].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: chervil, Scandix australis (Sapph.).
Other forms: also ἔνθρυσκον (Pherecr.)
Derivatives: ἀνθρίσκος m.; ἀνθρίσκιον λάχανον ἔχον ἄνθος(,) ὡς ἄνηθον(,) η τὸ ἄννησον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etym. Connected with ἀθήρ, ἀνθέριξ because of the prickly fruit (?). Fur. 364 points to ι\/υ; for ε\/α- he thinks of assimilation α > ε before ι\/υ: doubtful); he rejects θρύσκα ἄγρια λάχανα H. as a mistake for ἄνθρυσκα. Substr. origin seems certain.

Frisk Etymology German

ἄνθρυσκον: auch ἔνθρυσκον
{ánthruskon}
Grammar: n.
Meaning: Kerbel (Sapph., Kom., Thphr.).
Derivative: Bei Pollux 6, 106 ἀνθρίσκος m., wovon ἀνθρίσκιον· λάχανον ἔχον ἄνθος, ὡς ἄνηθον. ἢ τὸ ἄννησον H.
Etymology : Unerklärt. Vielleicht zu ἀθήρ, ἀνθέριξ wegen der stacheligen Früchte.
Page 1,110