δαμιεργός
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
δᾱμι-οεργός, δᾱμι-οργός, Dor. for δημιουργός: δᾱμιόργιον, τό,
A office of δαμιοργοί, LW1572b (Cnidus): δάμιος, Dor. for δήμιος: δαμιόω, Boeot. and Cret. for ζημιόω.
Greek Monolingual
δαμιοεργός και δαμιοργός, ο
βλ. δημιουργός.