εἰσωθέω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A thrust into, τι ἐς τὸ ἔσω μέρος Hp.Art.34 ; χεῖρα Aret.SD 2.1 ; ἔνδον τὰς στάλικας Lib.Descr.10.4 :—Med., force oneself into, press in, X.An.5.2.18 ; εἰς τοὺς ὄχλους Porph.Hist.Phil.Fr.12.
German (Pape)
[Seite 747] (s. ὠθέω), hineinstoßen, -drängen, Sp.; Med. bei Xen. An. 5, 2, 18 v. l.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ εἴσω, τι εἴς τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 2. 1, σ. 49: - Μέσ., ὠθῶ ἐμαυτὸν εἴσω, εἰσορμῶ, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 18· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 78 εὑρίσκομεν τὸν τύπον εἰσωθίζομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hp.Steril.248, Philostr.VA 2.11
• Morfología: [aor. inf. εἰσωθῆναι (quizá l. εἴσω θεῖναι) Thdt.HE 5.39.23]
I en v. med., intr.
1 entrar empujando, meterse por la fuerza νικῶσι τοὺς ἐκπίπτοντας οἱ εἰσωθούμενοι los que entran a empujones vencen a los que salen X.An.5.2.18, εἰς τοὺς ὄχλους Porph.Hist.Phil.12, τὸν ἐκ τῆς βίας εἰσωθούμενον ὄγκον μὴ στέγοντες Ast.Am.Hom.14.2.3.
2 meterse hacia dentro εἰσωθούμενα γὰρ τὰ ἀνδρεῖα μόρια γυναικεῖα γίνεται Olymp.in Alc.189.
II en v. act., tr.
1 medic., esp. cirug. empujar presionando τὸ μὲν γὰρ ἐξεστεὸς ἐσωθεῖν χρὴ ἐς τὸ ἔσω μέρος en una mandíbula desencajada, Hp.Art.34, ἐρείσαντά κῃ τὴν χεῖρα κατὰ λαγόνα εἰσωθεῖν apoyando en algún punto del costado la mano debes presionar Aret.SD 2.1.5
•forzar, intentar por la fuerza κατὰ τῆς σύριγγος εἰσωθεῖς βίᾳ εἰσελθεῖν Hippiatr.Lugd.145.
2 introducir, meter haciendo presión, c. giro prep. (τὸν κάπρον) εἰς χίονα πολλήν Apollod.2.5.4, τὴν κεφαλὴν ἐς τὴν φάρυγγα (τοῦ θηρίου) Philostr.l.c., ῥάβδον παχεῖαν ... διὰ τῆς ἕδρας Thdt.l.c., παρ' αὐτὰς ἔνδον τὰς στάλικας Lib.Descr.10.4
•fig. διὰ τῆς ἀληθείας ... τὴν αἰχμὴν εἰσωθοῦντι Gr.Nyss.Trin.4.6
•c. pron. refl. πρὸς τὴν ἱερωσύνην ἑαυτὸν εἰσωθοῦντα Gr.Nyss.V.Mos.130.13, ἑαυτὸν εἰσωθεῖ εἰς τοὺς κινδύνους Chrys.M.60.331, τῆς ψυχῆς ἔνδον ἑαυτὴν εἰσωθούσης cuando el alma se interioriza a sí misma Chrys.M.58.532, cf. M.47.492, en v. pas. τὸ τρῆμα, δι' οὗ ὁ ἀὴρ εἰσωθεῖται Hero Spir.1.11.
Greek Monotonic
εἰσωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω με δύναμη μέσα, — Μέσ., πιέζω τον εαυτό μου πάνω σε, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -ωθήσω fut. -ώσω,
to thrust into:—Mid. to press in, Xen.