εὐανακόμιστος

From LSJ
Revision as of 14:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανακόμιστος Medium diacritics: εὐανακόμιστος Low diacritics: ευανακόμιστος Capitals: ΕΥΑΝΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euanakómistos Transliteration B: euanakomistos Transliteration C: evanakomistos Beta Code: eu)anako/mistos

English (LSJ)

ον,

   A easy to bring back, Plu.2.458e; easily restored, of health, Gal.6.297.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zurückzubringen, θυμός Plut. coh. ira 10; herzustellen, von Kranken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανακόμιστος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀνακομιζόμενος, ἐπαναφερόμενος, Πλούτ. 2. 458Ε, Γαλην. τ. 6. σ. 297, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à rappeler ou à ramener.
Étymologie: εὖ, ἀνακομίζω.

Greek Monolingual

εὐανακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.)
2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-κομίζω.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰνᾰκόμιστος: досл. легко возвращаемый, перен. отходчивый, уступчивый (θυμός Plut.).