θεόμιμος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον,
A imitating God, θ. πρᾶγμα βασιλῄα Diotog. ap. Stob.4.7.62.
German (Pape)
[Seite 1196] Gott nachahmend, Diotog. Stob. flor. 48, 62.
Greek (Liddell-Scott)
θεόμῑμος: -ον, μιμούμενος τὸν θεόν, θεῖος, βασιλεία Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 20· - καὶ θεομίμητος, ον, δύναμις Ἐκκλ.
Greek Monolingual
θεόμιμος, -ον (Α)
αυτός που μιμείται θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μιμος (< μίμος), πρβλ. γυναικό-μιμος, παντό-μιμος].