δενδαλίς

From LSJ
Revision as of 15:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδαλίς Medium diacritics: δενδαλίς Low diacritics: δενδαλίς Capitals: ΔΕΝΔΑΛΙΣ
Transliteration A: dendalís Transliteration B: dendalis Transliteration C: dendalis Beta Code: dendali/s

English (LSJ)

ίδος, ὁ, a kind of

   A barley-cake, Nicopho 15, Eratosth.10; cf. δανδαλίς.

German (Pape)

[Seite 545] ίδος, ἡ, nur plur., ἱεραὶ κριθαί, B. A. 241; Hesych. s. v. Δενδαλίδας; Nicopho com. Ath. XIV, 645 c. Vgl. δανδαλίς.

Greek (Liddell-Scott)

δενδαλίς: ἡ, εἶδος κριθίνου πλακοῦντος, Νικόφ. Χειρ. 2, Ἐρατοσθ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 972: πρβλ. δανδαλίς.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Alolema(s): δανδαλίς Poll.6.77, Hsch.
1 torta de cebada Nicopho 6, χερνῆτις ἔριθος ... δενδαλίδας τεύχουσα Eratosth.10, cf. Hsch., Phot.δ 181
de trigo tostado, Poll.l.c., Hsch., Phot.δ 181
usada en sacrificios EM 255.54G., AB 241.12.
2 cebada en Eubea, Thphr.Fr.Phot.20
tanto en grano cruda como tostada blanca, Hsch., Phot.δ 181.
3 bot. un tipo de flor Hsch., Phot.δ 181.

• Etimología: Forma red. y c. disimilación *δανδ- > δενδ- sin etim. conocida.

Greek Monolingual

δενδαλίς και δανδαλίς, η (Α)
είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α της λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό.].

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: kind of barley-cake (Nikopho, Eratosth.); δενδαλίδας οἱ μεν ἄνθος τι, ἄλλοι τὰς λευκὰς κάχρυς, οἱ δε τὰς ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ τοῦ φρυγῆναι, οἱ δε τὰς ἐκ κριθῶν μάζας γενομένας H. The α is short in Nikophon.
Other forms: Also δανδαλίς H., Pollux
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. σεμίδαλις fine wheaten flour, further unknown. But the last word prob. from Accadian samidu. One might think of redupl. da\/e-n-dali- (with prenasal.).

Frisk Etymology German

δενδαλίς: -ίδος
{dendalís}
Grammar: f.
Meaning: Art Gerstenkuchen (Nikopho, Eratosth.), δενδαλίδας· οἱ μὲν ἄνθος τι, ἄλλοι τὰς λευκὰς κάχρυς, οἱ δὲ τὰς ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ τοῦ φρυγῆναι, οἱ δὲ τὰς ἐκ κριθῶν μάζας γενομένας H.
Derivative: Auch δανδαλίς, δανδαλίδες (Poll., H.).
Etymology : Im Ausgang an σεμίδαλις feines Weizenmehl erinnernd, aber sonst unklar. Nach Prellwitz zu δαιδάλλω (?).
Page 1,365