διαπροστατεύω
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
A continue to propose, τι Plb.4.13.7.
German (Pape)
[Seite 598] vorstehen, διαβούλιον, vorschlagen, Pol. 4, 13, 7.
Greek (Liddell-Scott)
διαπροστᾰτεύω: ἐξακολουθῶ προτείνων, τι Πολύβ. 4. 13, 7.
Spanish (DGE)
presidir τὸ διαβούλιον Plb.4.13.7.
Russian (Dvoretsky)
διαπροστᾰτεύω: в качестве председательствующего предлагать на утверждение (τὸ διαβούλιόν τινος Polyb. - v. l. διαπρυτανεύω).