δορίπαλτος

From LSJ
Revision as of 15:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπαλτος Medium diacritics: δορίπαλτος Low diacritics: δορίπαλτος Capitals: ΔΟΡΙΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: dorípaltos Transliteration B: doripaltos Transliteration C: doripaltos Beta Code: dori/paltos

English (LSJ)

ον, (πάλλω)

   A wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου on the right hand, A.Ag.117 (lyr., δορυ- cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 658] speerschwingend, χείρ, d. i. die rechte Hand, Aesch. Ag. 116, wo die besseren mss. δορύπαλτος haben.

Greek (Liddell-Scott)

δορίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ πάλλων, σείων τὸ δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, ἐκ δεξιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui brandit la lance.
Étymologie: δόρυ, πάλλω.

Greek Monolingual

δορίπαλτος, -ον (Α)
«δορίπαλτος χείρ» — το δεξί χέρι, αυτό που πάλλει το δόρυ.

Greek Monotonic

δορίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, δηλ. στο δεξί χέρι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δορίπαλτος: потрясающий копьем (χείρ Aesch.).

Middle Liddell

δορί-παλτος, ον adj πάλλω
wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, i. e. on the right hand, Aesch.