εἰρηνοποιέω
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
A to make peace, LXX Pr.10.10, Ep.Col.1.20, Cat.Cod.Astr.2.203:—Med., make peaceful, [ψυχὴ] τὸν ἴδιον δρόμον -εῖται Herm. ap. Stob.1.49.45.
German (Pape)
[Seite 735] Frieden machen, beruhigen, τί, LXX.; auch med., Hermes Stob. ecl. ph. 1, 52.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρηνοποιέω: ποιῶ εἰρήνην, εἰρηνεύω, Ἑβδ. Μέσ. εἰρηνοποιεῖται Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 984.
Spanish (DGE)
1 promover la paz, hacer la paz ὁ δὲ ἐλέγχων μετὰ παρρησίας εἰρηνοποιεῖ LXX Pr.10.10, εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ estableciendo la paz por medio de su muerte en el cruz, Ep.Col.1.20, οὐδὲν γὰρ οὕτως ἴδιόν ἐστι χριστιανοῦ ὡς τὸ εἰ. Basil.Ep.114.1, cf. Gr.Nyss.Beat.151.28.
2 tr. pacificar τόν κόσμον Origenes Hom.15 in Lc.p.105.11, τῷ αἵματι τὰ διεστῶτα de Cristo, Gr.Naz.M.35.1104A, τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω Chrys.M.50.646, tb. en v. med. ὅταν δὲ εἰρηνικοί, τότε καὶ αὐτὴ τὸν ἴδιον δρόμον εἰρηνοποιεῖται cuando son pacíficos, entonces también el alma pacifica su curso, Corp.Herm.Fr.24.6, en v. pas. τὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς Origenes Comm.Ser.48 in Mat.p.100.1
•reconciliar τοὺς τρεῖς εἰρηνοποίησεν, ἵνα μὴ στασιάσαιεν πρὸς ἀλλήλους Epiph.Const.Haer.42.7.6, τὰς γυναῖκας τοῖς ὁμευνέταις Cat.Cod.Astr.2.203.7.
English (Strong)
from εἰρηνοποιός; to be a peace-maker, i.e. (figuratively) to harmonize: make peace.
English (Thayer)
ἐιρηνοποιῶ (1st aorist ἐιρηνοποιησἀ'; (εἰρηνοποιός); to make peace, establish harmony: Stobaeus, eclog. ph. 1,52 (984).)
Russian (Dvoretsky)
εἰρηνοποιέω: умиротворять (εἴτε τὰ ἐπὶ γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς NT).
Chinese
原文音譯:e„rhnopoišw 誒雷挪-拍誒哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:和平-作
字義溯源:成就和平;源自(εἰρηνοποιός)=使人和睦的人),由(εἰρήνη)*=和平)與(ποιέω)*=作,行)組成。主耶穌藉著他在十字架上所流的血,成就了和平,叫萬有都與他和好了( 西1:20)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 成就了和平(1) 西1:20