εὔσχιστος

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσχιστος Medium diacritics: εὔσχιστος Low diacritics: εύσχιστος Capitals: ΕΥΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eúschistos Transliteration B: euschistos Transliteration C: eyschistos Beta Code: eu)/sxistos

English (LSJ)

ον,

   A easy to split, Thphr.HP5.6.3, Dsc.5.127.    2 well-split, of a pen, AP6.227 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1101] poet. auch ἐΰσχιστος, wohl gespalten, leicht zu spalten, Theophr.; ῥοιή Crinag. 6 (VI, 232); κέρατα id. (VI, 227).

Greek (Liddell-Scott)

εὔσχιστος: -ον, εὐκόλως σχιζόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6. 3, Ἀνθ. Π. 6. 227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien fendu ; facile à fendre.
Étymologie: εὖ, σχίζω.

Greek Monolingual

εὔσχιστος, -ον (ΑΜ)
1. ευκολόσχιστος
2. (για τον κάλαμο της γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)].

Greek Monotonic

εὔσχιστος: -ον, αυτός που διαιρείται εύκολα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-σχιστος, ον
easily split, Anth.