εὑρησιλογία

From LSJ
Revision as of 15:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρησῐλογία Medium diacritics: εὑρησιλογία Low diacritics: ευρησιλογία Capitals: ΕΥΡΗΣΙΛΟΓΙΑ
Transliteration A: heurēsilogía Transliteration B: heurēsilogia Transliteration C: evrisilogia Beta Code: eu(rhsilogi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A skill in finding arguments, esp. perverse or sophisticalingenuity, Plb.18.46.3, D.S.1.37, Ph.1.628, 698, Plu.2.1033b, Arr.Epict.2.20.35: pl., Plb.12.26e.4, 29.1.2: -ίαν ἔχειν, of a phenomenon, admit of an ingenious explanation, Str.17.1.34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. εὑρεσιλογία.

Greek Monolingual

εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) ευρησίλογος
η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτι
αρχ.
1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν»
(για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία
2. ικανότητα στον σχηματισμό λογοπαιγνίων.