εἰδωλοποιία

From LSJ
Revision as of 16:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδωλοποιία Medium diacritics: εἰδωλοποιία Low diacritics: ειδωλοποιία Capitals: ΕΙΔΩΛΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: eidōlopoiía Transliteration B: eidōlopoiia Transliteration C: eidolopoiia Beta Code: ei)dwlopoii/a

English (LSJ)

ἡ,

   A formation of images, as in a mirror, Pl.Ti.46a; or by painters, Id.Criti. 107b.    2 image formed in the mind, imagination, D.S.1.96: pl., Longin.15.1.    3 putting of words into the mouth of one dead, Hermog.Prog.9, Aphth.Prog.11.    4 production of mental images, Iamb.Myst.2.10.    5 manufacture of idols, ib.3.28.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1formación de imágenes ἡ τῶν κατόπτρων εἰ. Pl.Ti.46a, cf. Alcin.173.33, ἡ τῶν γραφέων εἰ. περὶ τὰ θεῖά τε καὶ ἀνθρώπινα σώματα Pl.Criti.107b, cf. Iambl.Myst.3.128.
2 astr. representación de figuras de las constelaciones, Gem.1.23.
II 1creación de imágenes mentales κοινόν ἐστι <τὸ> τῆς εἰδωλοποιίας ... θεῶν καὶ δαιμόνων Iambl.Myst.2.10.
2 imagen creada en la mente, fantasía αἱ ... εἰδωλοποιίαι ἀναπεπλασμέναι D.S.1.96, εἰδωλοποιίας αὐτὰς (τὰς φαντασίας) ἔνιοι λέγουσι Longin.15.1, νομίσαθ' ὁρᾶν τοῦτο καλεῖται εἰ. Sch.Aeschin.3.341.
3 ret. atribución imaginaria de palabras εἰ. ... ὅταν τοῖς τεθνεῶσι λόγους περιάπτωμεν Hermog.Prog.9, cf. Aphth.11.

Greek Monolingual

εἰδωλοποιία, η (Α)
1. ο σχηματισμός ειδώλων σε κάτοπτρο
2. κατασκευή εικόνων από ζωγράφο
3. κατασκευή ειδώλων
4. εικόνα που σχηματίστηκε στο μυαλό, φαντασία
5. παραγωγή νοητικών εικόνων
6. το να αποδίδονται φωνή και λόγια σε νεκρό.

Middle Liddell

εἰδωλοποιΐα, ἡ,
formation of images, as in a mirror, Plat. [from εἰδωλοποιός