εἰδωλοποιία
English (LSJ)
ἡ,
A formation of images, as in a mirror, Pl.Ti.46a; or by painters, Id.Criti. 107b.
2 image formed in the mind, imagination, D.S.1.96: pl., Longin.15.1.
3 putting of words into the mouth of one dead, Hermog.Prog.9, Aphth.Prog.11.
4 production of mental images, Iamb.Myst.2.10.
5 manufacture of idols, ib.3.28.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1formación de imágenes ἡ τῶν κατόπτρων εἰ. Pl.Ti.46a, cf. Alcin.173.33, ἡ τῶν γραφέων εἰ. περὶ τὰ θεῖά τε καὶ ἀνθρώπινα σώματα Pl.Criti.107b, cf. Iambl.Myst.3.128.
2 astr. representación de figuras de las constelaciones, Gem.1.23.
II 1creación de imágenes mentales κοινόν ἐστι <τὸ> τῆς εἰδωλοποιίας ... θεῶν καὶ δαιμόνων Iambl.Myst.2.10.
2 imagen creada en la mente, fantasía αἱ ... εἰδωλοποιίαι ἀναπεπλασμέναι D.S.1.96, εἰδωλοποιίας αὐτὰς (τὰς φαντασίας) ἔνιοι λέγουσι Longin.15.1, νομίσαθ' ὁρᾶν τοῦτο καλεῖται εἰ. Sch.Aeschin.3.341.
3 ret. atribución imaginaria de palabras εἰ. ... ὅταν τοῖς τεθνεῶσι λόγους περιάπτωμεν Hermog.Prog.9, cf. Aphth.11.
Greek Monolingual
εἰδωλοποιία, η (Α)
1. ο σχηματισμός ειδώλων σε κάτοπτρο
2. κατασκευή εικόνων από ζωγράφο
3. κατασκευή ειδώλων
4. εικόνα που σχηματίστηκε στο μυαλό, φαντασία
5. παραγωγή νοητικών εικόνων
6. το να αποδίδονται φωνή και λόγια σε νεκρό.
Middle Liddell
εἰδωλοποιΐα, ἡ,
formation of images, as in a mirror, Plat. [from εἰδωλοποιός