Λακωνισμός
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ὁ,
A imitation of Lacedaemonian manners, esp. of their short and pointed way of talking, Cic.Fam. 11.25.2. II acting in the Lacedaemonian interest, X.HG4.4.15, 7.1.46.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾰκωνισμός: ὁ, μίμησης τοῦ τρόπου τῶν Λακεδαιμονίων, ἰδίως τῆς βραχυλογίας αὐτῶν καὶ τῶν ἐπιτυχῶν ἀποκρίσεων, Κικ. Fam 11. 25, 2. ΙΙ. τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, συμπαθεῖν πρὸς αὐτούς, βαρὺ ἔγκλημα ἐν Ἀθήναις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 15., 7. 1. 46.
Greek Monotonic
Λᾰκωνισμός: ὁ (Λακωνίζω),
I. μίμηση του τρόπου των Λακεδαιμονίων, ιδίως της βραχυλογίας, της ολιγολογίας τους, σε Κικ.
II. συμπάθεια προς τα πολιτικά συστήματα των Λακεδαιμονίων, Λακωνισμός, σε Ξεν.
Middle Liddell
Λᾰκωνισμός, οῦ, ὁ, Λακωνίζω
I. imitation of Lacedaemonian manners, Cic.
II. a being in the Lacedaemonian interest, Laconism, Xen.