λιθοτόμος

From LSJ
Revision as of 17:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοτόμος Medium diacritics: λιθοτόμος Low diacritics: λιθοτόμος Capitals: ΛΙΘΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: lithotómos Transliteration B: lithotomos Transliteration C: lithotomos Beta Code: liqo/tomos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A for cutting stones, ὄργανα Agath.1.10: Subst. λ., ὁ, prob. for λιθοδόμος in X.Cyr.3.2.11; quarryman, IG12.347.36, 22.1680.4; mason, Gal.Thras.43, PAmh.2.76.9 (ii/iii A.D.).    II Subst., λ., ὁ, surgeon who cuts for the stone, Gal.1.125, Thras.24; but, who cuts the stone (internally), Ammonius ὁ λ. Cels.7.26.3.    b λ., τό, knife for cutting for the stone, Paul.Aeg.6.60.

German (Pape)

[Seite 46] Steine hauend, brechend, – τὸ λιθοτόμον, ein Instrument zum Ausschneiden des Blasensteins, Medic. – Aber λιθότομος, aus Stein gehauen, geschnitten, Cyrill.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοτόμος: -ον, ὁ κόπτων λίθους· - λιθοτόμος, ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ λιθοδόχος, ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11. ΙΙ. ὁ διὰ τομῆς ἐξάγων τὸν λίθον τῆς κύστεως, λιθοτόμον, τό, μάχαιρα πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe la pierre ; ὁ λιθοτόμος tailleur de pierre ; ὁ λιθοτόμος, τὸ λιθοτόμον instrument de chirurgie pour la taille de la pierre.
Étymologie: λίθος, τέμνω.

Greek Monolingual

-ο (Α λιθοτόμος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο λιθοτόμος
αυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, λατόμος
αρχ.
1. ο κατάλληλος για τη θραύση λίθων
2. το αρσ. ως ουσ. α) κτίστης
β) χειρουργός που αφαιρούσε τους λίθους της κύστης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοτόμον
είδος χειρουργικού εργαλείου για τη θραύση τών λίθων της ουροδόχου κύστεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. δρυ-τόμος, λα-τόμος.

Greek Monotonic

λῐθοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που κόβει λίθους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λιθοτόμος: ὁ Xen. = λιθοκόπος.

Middle Liddell

λῐθο-τόμος, ὁ, τέμνω
a stone-cutter, Xen.