μετακρούω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
A push into another position (sc. τὴν ναῦν): metaph., change one's opinion, v. l. in Plu.2.1069c.
German (Pape)
[Seite 148] (s. κρούω), zurückstoßen, Sp. (abs., sc. τὴν ναῦν), übertr., seine Meinung ändern, Plut. adv. Stoic. 22.
Greek (Liddell-Scott)
μετακρούω: ὠθῶ εἰς ἄλλην θέσιν (ἐξυπακ. τὴν ναῦν)· μεταφ., μεταβάλλω γνώμην, Πλούτ. 2. 1069C.
French (Bailly abrégé)
(s.e. τὴν ναῦν) pousser le navire en arrière, virer de bord ; fig. changer d’avis.
Étymologie: μετά, κρούω.
Greek Monolingual
μετακρούω (ΑM) κρούω
(κυρίως για πλοίο) ωθώ σε άλλη θέση, διευθύνω, ποδίζω
μσν.
ωθώ προς τα πίσω, διώχνω
αρχ.
αλλάζω γνώμη.
Russian (Dvoretsky)
μετακρούω: делать поворот, поворачивать, т. е. резко менять мнение Plut.