μονόστροφος
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ον,
A consisting of a single strophe, στροφή Sch.Tricl.E.Ph.239. Adv. -φως ibid. II ἅμαξα μ. either a cart with solid wheels, or wheelbarrow, Thphr.HP5.7.6; cf. μονόκυκλος 2. III of one turn, ἕλιξ Speus. ap. Procl.in Euc.pp.180,187 F., Papp.1110.2.
German (Pape)
[Seite 205] aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστροφος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. ἅμαξα μ., μονότροχος, ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. μονότροχος).
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόστροφος, -ον)
αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή
αρχ.
1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση
2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» — άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη.
επίρρ...
μονοστρόφως (ΑΜ)
με μία στροφή, σε μία στροφή, κατά τρόπο μονόστροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. πολύ-στροφος].