ῥυαδικός
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ή, όν, (ῥυάς)
A like diarrhoea, Paul.Aeg.6.70. II of persons, suffering from incontinence of urine, Gal.14.787, Heliod.(?) ap.Orib.45.7.5. 2 suffering from epiphora or running from the eyes without external cause, Dem.Ophth. ap. Aët.7.46 (where ῥοιαδ-).
German (Pape)
[Seite 850] flußartig, πάθος, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυᾰδικός: -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ ὅμοιος πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν πάθος = ῥυάς, Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ῥυάς, -άδος]
1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με διάρροια
2. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων
3. αυτός που πάσχει από ρυάδα τών οφθαλμών.