ἀπομειουρίζω
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
or ἀπομειουρ-μυουρίζω, (μείουρος)
A make to taper off to a point, Nicom.Ar.2.13; of a root, Herod.Med. ap. Orib.8.4.3.
German (Pape)
[Seite 314] abstumpfen, Nicom. arithm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομειουρίζω: (μείουρος) ἀποτελειώνω τι οὕτως ὥστε νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀπομυουρίζω Herod.Med. en Orib.8.4.3
rematar, terminar en punta ἕως ἂν ἡ μονὰς ... ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Nicom.Ar.2.13, de la raíz de una planta πρὸς δὲ τῷ τέλει ἀπομυουρίζων Herod.Med.l.c.